Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῷ δικαίῳ

См. также в других словарях:

  • δικαιῶ — δικαιόω set right pres subj act 1st sg δικαιόω set right pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίω — Δίκαιος observant of custom masc nom/voc/acc dual Δίκαιος observant of custom masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίω — δίκαιος observant of custom masc/neut nom/voc/acc dual δίκαιος observant of custom masc/neut gen sg (doric aeolic) δίκαιος observant of custom masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίκαιος observant of custom masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δικαιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίῳ — Δίκαιος observant of custom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίῳ — δίκαιος observant of custom masc/neut dat sg δίκαιος observant of custom masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίωι — δικαίῳ , δίκαιος observant of custom masc/neut dat sg δικαίῳ , δίκαιος observant of custom masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίωι — Δικαίῳ , Δίκαιος observant of custom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • зле приобретенное зле и пропадет — Как нажито, так прожито. Шаром да даром уйдет паром. Ср. Деньги были, да лихом нажитое прочно не бывает; что было нажито, мирской слезой облито, а мирская слеза у Бога велика. П.И. Мельников. Поярков. Ср. Unrecht Gut gedeiht nicht. Wie gewonnen,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»